καπότα

καπότα
η
(λ. ιταλ.)
1. κάπα: Στα ορεινά μέρη όλοι οι τσοπάνηδες φορούν καπότα το χειμώνα.
2. το προφυλακτικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καπότα — η 1. η κάπα 2. είδος μικρού γυναικείου καπέλου 3. θύλακας από λεπτό ελαστικό που χρησιμοποιείται από τους άνδρες κατά τη συνουσία για αντισύλληψη, ανδρικό προφυλακτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappotta. Με την τελευταία σημ. < γαλλ. capote] …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • καποτάς — ο [καπότα] αυτός που ράβει κάπες …   Dictionary of Greek

  • καράκαλλον — καράκαλλον, τὸ και καρακάλλα, ἡ (Α) 1. είδος κοντού ρωμαϊκού ενδύματος με κουκούλα, το οποίο κάλυπτε τον κορμό ώς τη μέση τών μηρών, καπότα, κάπα 2. είδος κοντού επενδύτη που φορούσαν οι Γαλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caracalla. Τόσο η λ. όσο και το …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… …   Dictionary of Greek

  • capot — CAPÓT1 adj. (înv.; în limbajul jucătorilor de cărţi; în expr.) A face (pe cineva) capot = a nu lăsa (pe cineva) să facă o levată la jocul de cărţi; p. ext. a câştiga un mare avantaj asupra cuiva, a l da gata. – Din fr. capot. Trimis de valeriu,… …   Dicționar Român

  • φλοκάτη — φλοκάτη, η και φλοκάτα, η (λ. ιταλ.) 1. παχύ (χοντρό) και βαρύ φλοκωτό πανωφόρι τσοπάνηδων και χωρικών, η κάπα, η καπότα: Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη (Α. Βαλαωρίτης). 2. είδος μάλλινης κουβέρτας φλοκωτής, τσέργα, βελέντζα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”